ἰσοπολίτης — enjoying equal political rights masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοπολίταις — ἰσοπολίτης enjoying equal political rights masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοπολίτην — ἰσοπολίτης enjoying equal political rights masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοπολίτας — ἰσοπολίτᾱς , ἰσοπολίτης enjoying equal political rights masc acc pl ἰσοπολίτᾱς , ἰσοπολίτης enjoying equal political rights masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek
ισοπολίτις — ἰσοπολῑτις, ἡ (Α) βλ. ισοπολίτης … Dictionary of Greek
μουνικίπιον — μουνικίπιον, τὸ (Α) (στους Ρωμαίους) αυτόνομη πόλη, τής οποίας οι πολίτες συμμετείχαν στην πολιτεία τής Ρώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. municipium < municeps, municipis «ισοπολίτης» (< munus, eris «έργο, καθήκον» + capěre «αναλαμβάνω»)] … Dictionary of Greek
ՔԱՂԱՔԱԿԻՑ — (կցի, կցաց.) NBH 2 0970 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 12c ա. συμπολίτης concivis ἱσοπολίτης aequo jure civis πολίτης civis, municeps παροικῶν cohabitans. Նորին քաղաքի քաղաքացի. բնակակից ʼի նմին քաղաքի՝ ʼի բնէ կամ իւրիք իրաւամբք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)