ισοπολίτης

ισοπολίτης
ἰσοπολίτης, ό, θηλ. ἰσοπολῑτις (Α)
1. αυτός που έχει ίσα πολιτικά δικαιώματα με τους άλλους πολίτες σε δημοκρατικό πολίτευμα
2. πολίτης σε πόλη στην οποία έχουν παραχωρηθεί από τη Ρώμη δικαιώματα ισοπολιτείας
3. το θηλ. ή ισοπολΐτις
πόλη στην οποία έχουν αναγνωριστεί από τη Ρώμη δικαιώματα ισοπολιτείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + πολίτης (< πόλις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἰσοπολίτης — enjoying equal political rights masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοπολίταις — ἰσοπολίτης enjoying equal political rights masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοπολίτην — ἰσοπολίτης enjoying equal political rights masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοπολίτας — ἰσοπολίτᾱς , ἰσοπολίτης enjoying equal political rights masc acc pl ἰσοπολίτᾱς , ἰσοπολίτης enjoying equal political rights masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • ισοπολίτις — ἰσοπολῑτις, ἡ (Α) βλ. ισοπολίτης …   Dictionary of Greek

  • μουνικίπιον — μουνικίπιον, τὸ (Α) (στους Ρωμαίους) αυτόνομη πόλη, τής οποίας οι πολίτες συμμετείχαν στην πολιτεία τής Ρώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. municipium < municeps, municipis «ισοπολίτης» (< munus, eris «έργο, καθήκον» + capěre «αναλαμβάνω»)] …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՂԱՔԱԿԻՑ — (կցի, կցաց.) NBH 2 0970 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 12c ա. συμπολίτης concivis ἱσοπολίτης aequo jure civis πολίτης civis, municeps παροικῶν cohabitans. Նորին քաղաքի քաղաքացի. բնակակից ʼի նմին քաղաքի՝ ʼի բնէ կամ իւրիք իրաւամբք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”